ἀπώγων

ἀπώγων
ἀπώγων, ωνος, , ,
A beardless, Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀπώγων — beardless masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απώγων — (apogon). Γένος ψαριών της οικογένειας των περκιδών, που ζει και στην Ελλάδα. Το κυριότερο είδος φτάνει σε μήκος τα 12 εκ. και έχει σώμα μακρουλό και πλακωτό, σκεπασμένο με λέπια. H ράχη του ψαριού αυτού είναι κοκκινωπή, το κεφάλι του… …   Dictionary of Greek

  • ἀπώγωνες — ἀπώγων beardless masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπώγωνος — ἀπώγων beardless masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”